девический - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

девический - translation to πορτογαλικά


девический      
см. девичий

Ορισμός

девический
прил.
1) Соотносящийся по знач. с сущ.: девица, связанный с ним.
2) Свойственный девице, характерный для нее.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για девический
1. "АРИСТОКРАТИЧЕСКАЯ ЖЕНСТВЕННОСТЬ", "ДЕВИЧЕСКИЙ СТИЛЬ", "СКРОМНОСТЬ 1'40-х", "ШИК АНГЛИЙСКИХ КОЛОНИЗАТОРОВ" - ДЕВИЗЫ МОДНЫХ КОЛЛЕКЦИЙ.
2. И девочка та была не случайна, царь, которому доложили об обретенной иконе, на месте ее явления впоследствии велел устроить девический монастырь, а девочка Матрона была в нем пострижена с именем Мавра, а впоследствии стала его настоятельницей, праведной, благочестивой, вызываемой уже следующим царем, почитающим явленную ей Казанскую икону, на аудиенцию в Москву и одаряемой отборным ладаном для монастыря.